- γύνανδροι
- γύνανδροςof doubtful sexmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γύνανδροι — Είδος ζώων, που έχουν στο μισό σώμα τους αρσενικούς χαρακτήρες και στο άλλο μισό θηλυκούς. Βλ. λ. αναπαραγωγή … Dictionary of Greek